- βαττολογώ
- (AM βαττολογῶ, -έω)φλυαρώ, λέω τα ίδια και τα ίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαττολογώ, που μορφολογικά φαίνεται να προέρχεται < *βαττολόγος, αποτελεί λ. ηχομιμητική (πρβλ. διπλό -ττ-) αβέβαιης προελεύσεως. Έχει υποστηριχθεί ότι το βαττολογώ προέρχεται από το *bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βατταρίζω), + -λόγος < λέγω. Χωρίς ισχυρή βάση θεωρείται η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία το βαττολογώ προήλθε με απλολογία < *βατταλολογώ, νόθο συνθ. < (αραμ.) baţţal «κενός» + -λόγος < λέγω. Κατ' άλλη άποψη, τέλος, ο τ. θεωρείται ότι προήλθε με συμφυρμό < βατταρίζω + -λογώ (< -λόγος < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.